Καρνέ, Μαρσέλ

Καρνέ, Μαρσέλ
(Marcel Carné, Παρίσι 1909 – 1996). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος πριν γίνει βοηθός του σκηνοθέτη Ζακ Φεϊντέ. Το 1936 γύρισε το φιλμ Jenny, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, σε σενάριο του ποιητή Ζακ Πρεβέρ. Τα επόμενα έργα του –στα οποία, πλην ενός, είχε γράψει τα σενάρια ο Πρεβέρ– καθιέρωσαν τη φήμη του Κ. και τον έθεσαν επικεφαλής –ιδιαίτερα οι ταινίες Προκυμαίατης ομίχλης (1938) και Ξημερώνει (1939)– της ανανέωσης του γαλλικού κινηματογράφου στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Με τη δημιουργία των φιλμ Οι επισκέπτες της νύχτας και Τα παιδιά του Παραδείσου, που γυρίστηκαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Κ. εμπλούτισε την κινηματογραφική γλώσσα και την κατέστησε κομψότερη λογοτεχνικά και εικαστικά· ωστόσο η θεματολογία του ήταν πάντοτε η τυπική θεματική του Πρεβέρ, με ήρωα τον μοναχικό άνθρωπο στην αναζήτηση ενός ανέφικτου έρωτα. Ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη διακοπή της συνεργασίας του με τον Πρεβέρ, το έργο του Κ., μολονότι παρέμεινε από άποψη μορφής και τεχνικής σε ένα αξιοσημείωτο ποιοτικό επίπεδο, προσαρμόστηκε σε μια παραγωγή περισσότερο εμπορική, από την οποία ξεχωρίζει το έργο Οι ζαβολιάρηδες (1958). Ο Γάλλος σκηνοθέτης Μαρσέλ Καρνέ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Ντεμπιρό, Ζαν-Γκασπάρ — (Jean Gaspard Debureau, Κολίν, Βοημία 1796 – Παρίσι 1846). Γάλλος μίμος. Γεννήθηκε από οικογένεια περιπλανώμενων σαλτιμπάγκων, που έφτασε στη Γαλλία κατά το 1811. Η καταγωγή του και τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του δεν είναι γνωστά. Τις… …   Dictionary of Greek

  • Ρεμί — (Raimu, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Jules Muraire, Τουλόν 1883 – Παρίσι 1946). Γάλλος ηθοποιός του βαριετέ, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αφού έγινε δημοφιλέστατος ως ηθοποιός του βαριετέ, παρουσιάστηκε με επιτυχία και στο θέατρο πρόζας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”